- διελέγξαι
- διελέγχωrefuteaor inf actδιελέγξαῑ , διελέγχωrefuteaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обличити — ОБЛИЧ|ИТИ (213), ОУ, ИТЬ гл. 1. Раскрыть, обнаружить, выявить, сделать известным: нъ се намъ подобаѥть обличити и гл҃ати... и вамъ лѣпо ѥсть послѹшати того. ЖФП XII, 59в; б҃ѹ бо нашемѹ съвѣсть ѥго ѹтѣснивъшю... осѹждена˫а вьсѣмъ ѹбо чл҃вкомъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
συγχρονώ — έω, Α [σύγχρονος] 1. είμαι σύγχρονος με κάποιον 2. αστρον. ανατέλλω συγχρόνως με άλλον 3. μέσ. συγχρονοῡμαι, έομαι γραμμ. κείμαι, συντάσσομαι στον ίδιο χρόνο («ὅ δύναται διελέγξαι τὸ ῥήμα μὴ συμπληθυνόμενον ἤ συγχρονούμενον», Απολλ. Δύσκ.) … Dictionary of Greek